Αυτή είναι η ιστορία ενός
ανθρώπου τον οποίο εγώ θα χαρακτήριζα ερευνητή...
ερευνητής είναι κάποιος που
ψάχνει, όχι απαραιτήτως κάποιος που βρίσκει.
Ούτε είναι κάποιος που ξέρει
στα σίγουρα τι είναι αυτό που ψάχνει. Είναι, απλώς, κάποιος για τον οποίο η ζωή
αποτελεί μια αναζήτηση.
Μία μέρα, ο ερευνητής
διαισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάει προς την πόλη του Καμίρ.
Είχε μάθει να δίνει μεγάλη
σημασία στα προαισθήματα του, που πήγαζαν από ένα μέρος δικό του μεν, άγνωστο
δε.
Μετά από δύο μέρες πορείας
στους σκονισμένους δρόμους, διέκρινε από μακριά το Καμίρ.
Λίγο πριν φτάσει στο χωριό,
του τράβηξε την προσοχή ένας λόφος, δεξιά από το μονοπάτι.
Ήταν σκεπασμένος από υπέροχη
πρασινάδα και γεμάτος με δέντρα, πουλιά και μαγευτικά λουλούδια. Τον
περιτριγύριζε κάτι σαν μικρός φράχτης φτιαγμένος από βαμμένο ξύλο.
Μια μπρούντζινη πορτούλα τον
προσκάλεσε να μπει. Ξαφνικά, αισθάνθηκε να ξεχνά το χωριό και υπέκυψε στην
επιθυμία του να ξαποστάσει για λίγο σ' εκείνο το μέρος.
Ο ερευνητής πέρασε την
είσοδο κι άρχισε να βαδίζει αργά δίπλα στις λευκές πέτρες που ήταν
τοποθετημένες ανάκατα ανάμεσα στα δέντρα.
Άφησε το βλέμμα του να
ξαποστάσει σαν την πεταλούδα, σε κάθε λεπτομέρεια του πολύχρωμου αυτού
παραδείσου.
Τα μάτια του, όμως, ήταν
μάτια ερευνητή, κι ίσως γι' αυτό ανακάλυψε εκείνη την επιγραφή πάνω σε μία απ'
τις πέτρες:
Αμπντουλ Ταρέγκ, έζησε 8
χρόνια, 6 μήνες, 2 εβδομάδες και 3 ημέρες, τρόμαξε λίγο συνειδητοποιώντας ότι
εκείνη η πέτρα δεν ήταν απλώς μία πέτρα, ήταν μία ταφόπλακα.
Λυπήθηκε όταν σκέφτηκε ότι
ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας ήταν θαμμένο σ' εκείνο το μέρος.
Κοιτάζοντας γύρω του, ο
άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι και η διπλανή πέτρα ήταν μια επιγραφή, πλησίασε να
τη διαβάσει, έλεγε:
Γιαμίρ Καλίμπ, έζησε 5
χρόνια, 8 μήνες και 3 εβδομάδες
Ο ερευνητής αισθάνθηκε
φοβερή συγκίνηση, αυτό ήταν ένα νεκροταφείο και κάθε πέτρα και ένας τάφος.
Μία, μία, άρχισε να διαβάζει
τις πλάκες. Όλες είχαν παρόμοιες επιγραφές, ένα όνομα και τον ακριβή χρόνο ζωής
του νεκρού.
Αλλά αυτό που τον τάραξε
περισσότερο ήταν η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος που είχε ζήσει τον πιο πολύ καιρό,
μόλις που ξεπερνούσε τα έντεκα χρόνια.
Νικημένος από μια αβάσταχτη
θλίψη, Έκατσε και άρχισε να κλαίει.
Ο φύλακας του νεκροταφείου
που περνούσε από εκεί τον πλησίασε, τον κοίταξε να κλαίει για λίγο σιωπηλός και
μετά τον ρώτησε αν έκλαιγε για κάποιον συγγενή.
"Όχι, για κανέναν
συγγενή", είπε ο ερευνητής, "τι συμβαίνει σε αυτό το χωριό? τι κατάρα
φοβερή έχει αυτός ο τόπος? γιατί έχει τόσα πολλά νεκρά παιδιά θαμμένα σε αυτό
το μέρος?"
Ο ηλικιωμένος φύλακας χαμογέλασε και είπε:
"Μπορείτε να ηρεμήσετε,
δεν υπάρχει τέτοια κατάρα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι εδώ έχουμε ένα παλιό
έθιμο, θα σας εξηγήσω..."
"Όταν ένας νέος
συμπληρώνει τα δεκαπέντε του χρόνια, οι γονείς του, του χαρίζουν ένα τετράδιο
όπως αυτό που έχω εδώ, για να το κρεμάει στο λαιμό. Είναι παράδοση στον τόπο
μας. από αυτή τη στιγμή εκείνη και έπειτα, κάθε φορά που κάποιος απολαμβάνει έντονα
κάτι, ανοίγει το τετράδιο και σημειώνει:
"Στα δεξιά, αυτό που
απόλαυσε.
Στ' αριστερά, πόσο χρόνο
κράτησε η απόλαυση"
"Έστω ότι γνώρισε μια
κοπέλα και την ερωτεύτηκε, πόσο κράτησε το μεγάλο αυτό πάθος και η χαρά της
γνωριμίας τους? μία εβδομάδα? δύο? τρεις και μισή?"
"Και μετά, η συγκίνηση
του πρώτου φιλιού, η θαυμάσια ευχαρίστηση του πρώτου φιλιού.... πόσο κράτησε?
μόνο το ενάμισι λεπτό του φιλιού? δύο μέρες? μία εβδομάδα?"
"Και η εγκυμοσύνη, και
η γέννηση του πρώτου παιδιού?",
"Και ο γάμος των
φίλων?",
"Και το ταξίδι που
πάντα ήθελε?",
"Και η συνάντηση με τον
αδελφό που γυρίζει από μια μακρινή χώρα",
"Πόσο κράτησε στ'
αλήθεια η απόλαυση αυτών των αισθήσεων?",
"Ώρες?, ημέρες?",
"Έτσι, συνεχίζουμε να
σημειώνουμε στο τετράδιο κάθε λεπτό που απολαμβάνουμε, κάθε λεπτό της
ζωής".
"Τέλος, όταν κάποιος
από όλους αυτούς πεθαίνει, έχουμε την συνήθεια να ανοίγουμε το τετράδιο του και
να αθροίζουμε το χρόνο της απόλαυσης, για να τον γράψουμε πάνω στον τάφο του,
γιατί αυτός είναι για εμάς ο μοναδικός και πραγματικός χρόνος ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ
ΖΗΣΕΙ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου