Στους μύθους του Αισώπου ο
λύκος παρουσιάζεται υποκριτής και σαδιστής. Κάποτε όμως την παθαίνει σαν
μπουνταλάς, όπως στην περίπτωση του κατσικιού και του γαϊδάρου. Το κατσίκι, το
συνάντησε στην εξοχή και χύμηξε να το φάει, του ζήτησε όμως μια τελευταία χάρη.
Αυτός να πιάσει ένα εύθυμο τραγούδι κι εκείνο να χορέψει. Ο λύκος δέχτηκε κι
άρχισε να τραγουδάει. Τότε όμως τον πήραν χαμπάρι τα τσομπανόσκυλα κι είδε κ’
έπαθε να γλυτώσει απ’ το κυνηγητό τους. Όταν βρέθηκε σίγουρος στη φωλιά του
είπε: «εγώ γεννήθηκα χασάπης, τι ήθελα να κάνω τον μουσικό??».
Άλλη μία φορά έπεσε ο λύκος
πάνω σ’ ένα γάιδαρο, που έκανε πως κούτσαινε μόλις τον είδε: «Αχ!!! Έχω ένα
καρφί στο πόδι μου. Κάνε μου την χάρη να μου το βγάλεις, έτσι ν’ ανακουφιστώ
από τον πόνο κι ύστερα ας με φας. Για να μην σκαλώσει και στο λαιμό σου το
καρφί».
Το πίστεψε ο λύκος.
Τεντώθηκε καλά ανάσκελα ο γάιδαρος κι εκείνος έσκυψε με προσοχή καλά την μούρη
του κοντά στα πέταλα του γαϊδάρου να βρει το καρφί.
Ο γάιδαρος δε χάνει καιρό
και του τινάζει μια κλωτσιά που έκανε τον λύκο να φύγει με το κεφάλι ανοιχτό.
«Καλά να πάθω έλεγε αργότερα, εγώ γεννήθηκα μακελάρης τι ήθελα να κάνω τον
γιατρό?».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου