Λένε
ότι ο Διογένης τριγυρνούσε στους δρόμους της Αθήνας ντυμένος με κουρέλια και
κοιμόταν στα κατώφλια των σπιτιών.
Ένα
πρωί λοιπόν, ήταν ακόμα μισοκοιμισμένος μπροστά σε μια πόρτα όπου είχε περάσει
τη νύχτα του, πέρασε από εκεί ένας πλούσιος γαιοκτήμονας.
"Καλημέρα",
είπε ο άρχοντας
"Καλημέρα"
αποκρίθηκε ο Διογένης
"Αυτή
η εβδομάδα μου πήγε πολύ καλά και ήρθα να σου δώσω αυτό το πουγκί με τα
χρήματα"
Ο
Διογένης τον κοίταξε αμίλητος και συνέχισε να κάθεται ακίνητος…
"Παρ'
τα, δεν είναι παγίδα, δικά μου είναι και σου τα δίνω, ξέρω ότι τα χρειάζεσαι
περισσότερο από μένα" είπε ο πλούσιος γαιοκτήμονας
"Εσύ
έχεις κι άλλα?", ρώτησε ο Διογένης
"Και
βέβαια έχω", αποκρίθηκε ο πλούσιος, "έχω και άλλα πολλά"...
"Και
δεν θα ήθελες να είχες περισσότερα απ' όσα έχεις????"
"Και
βέβαια θα ήθελα!!!"
"Τότε
κράτησε αυτά τα χρήματα... γιατί εσύ τα χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα"
Ορισμένοι
διηγούνται πως ο διάλογος συνεχίστηκε κάπως έτσι...
"Ναι
όμως εσύ χρειάζεσαι φαγητό και αυτό απαιτεί χρήματα"
"Έχω
ήδη ένα κέρμα…" είπε ο Διογένης και του το έδειξε, "και μου φτάνει
για ένα πιάτο πλιγούρι, ίσως και για μερικά πορτοκάλια"
"Σύμφωνοι,
όμως θα πρέπει να φας και αύριο και μεθαύριο και την επομένη μέρα, αύριο που θα
βρεις τα λεφτά????"
"Αν
εσύ με διαβεβαιώσεις, χωρίς κανένα ενδεχόμενο λάθους, ότι θα είμαι ζωντανός
αύριο, τότε ίσως πάρω τα χρήματα σου..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου