Εδώ και μήνες κάποιος ζούσε
τρομοκρατημένος από φριχτές σκέψεις καταστροφής που τον βασάνιζαν....
στοίχειωναν τις νύχτες του.
Έπεφτε για ύπνο τρέμοντας
ότι δεν θα έβλεπε το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας και δεν κατάφερνε να
κοιμηθεί.
Όταν έμαθε ότι ο φωτισμένος
θα περνούσε τη νύχτα λίγο έξω απ' το χωριό, συνειδητοποίησε ότι του δινόταν μία
ευκαιρία μοναδική, μιας και δεν ήταν καθόλου σύνηθες να περνούν ταξιδιώτες,
κοντά απ' το χωριό, χαμένο καθώς ήταν ανάμεσα στα βουνά της Καλδέα.
Η σπουδαία φήμη προηγήθηκε
του μυστηριώδους επισκέπτη αν και κανείς δεν τον είχε δει ποτέ, όλοι έλεγαν ότι
ο δάσκαλος είχε τις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις.
Γι' αυτό, εκείνο το χάραμα,
χωρίς κανείς απ' το σπίτι του να τον πάρει είδηση, πήγε να τον δει στη σκηνή
την οποία, όπου του είχαν πει, είχε στήσει δίπλα στο ποτάμι.
Όταν έφτασε, ο ήλιος μόλις
που άρχιζε να ξεπροβάλει από τον ορίζοντα, βρήκε τον φωτισμένο σε στιγμή
διαλογισμού.
Περίμενε με σεβασμό λίγα
λεπτά μέχρι ο δάσκαλος να αντιληφθεί την παρουσία του.
Εκείνος, σαν να τον
περίμενε, στράφηκε προς το μέρος του και με μια γαλήνια έκφραση τον κοίταξε
σιωπηλά στα μάτια.
"Δάσκαλε, βοήθησε
με", είπε ο άντρας,
"Φρικτές σκέψεις στοιχειώνουν
τις νύχτες μου και δεν έχω γαλήνη ούτε κουράγιο για να ξεκουραστώ και να
απολαύσω τη ζωή μου",
"Λένε πως εσύ τα
γιατρεύεις όλα, βοήθησε με να ξεφύγω από την αγωνία…"
Ο δάσκαλος του χαμογέλασε
και του απάντησε, "θα σου πω μια ιστορία".
"Ένας πλούσιος άντρας
έστειλε τον υπηρέτη του στην αγορά για τρόφιμα, δεν είχε περάσει όμως πολλή ώρα
αφότου έφτασε και διασταυρώθηκε με το θάνατο, ο οποίος τον κοίταξε έντονα στα
μάτια".
Ο υπηρέτης χλόμιασε από τον
φόβο του κι έφυγε τρέχοντας, αφήνοντας πίσω του τα ψώνια και το μουλάρι.
Λαχανιασμένος λοιπόν, έφτασε
στο σπίτι του αφέντη του, "αφέντη, αφέντη!!, σε παρακαλώ, χρειάζομαι ένα
άλογο και λίγα λεφτά να φύγω τώρα αμέσως από την πόλη... αν φύγω αμέσως, ίσως
φτάσω στην Ταμούρ πριν το ηλιοβασίλεμα, σε παρακαλώ, αφέντη, σε
παρακαλώ…".
Ο κύριος τον ρώτησε το λόγο
αυτής της τόσο επείγουσας παράκλησης, και ο υπηρέτης του διηγήθηκε κομπιάζοντας
τη συνάντηση του με τον θάνατο.
Ο κύριος του σπιτιού
συλλογίστηκε για λίγη ώρα, έβγαλε ένα σακούλι με νομίσματα, του το έδωσε και
του είπε, "εντάξει, ας είναι, φύγε, πάρε το μαύρο άλογο, το πιο γρήγορο
που έχω",
"Ευχαριστώ
αφέντη", είπε ο υπηρέτης και αφού του φίλησε τα χέρια έτρεξε στο στάβλο,
έζεψε το άλογο κι έφυγε γρήγορα προς την πόλη Ταμούρ.
Όταν ο υπηρέτης είχε πια
χαθεί απ' τα μάτια του, ο πάμπλουτος άντρας περπάτησε προς την αγορά ψάχνοντας
τον θάνατο.
"Γιατί τρόμαξες τον
υπηρέτη μου?", τον ρώτησε όταν τον είδε,
"Εγώ τον τρόμαξα?"
είπε ο θάνατος,
"Ναι", είπε ο
πλούσιος άντρας,
"Μου είπε ότι σήμερα
διασταυρώθηκε μαζί σου και ότι τον κοίταξες απειλητικά".
"Εγώ δεν τον κοίταξα
απειλητικά", είπε ο θάνατος,
"Τον κοίταξα έκπληκτος,
δεν περίμενα να τον δω εδώ αυτό το απόγευμα, γιατί υποτίθεται ότι πρέπει να τον
πάρω από την Ταμούρ απόψε τη νύχτα".
"Καταλαβαίνεις?",
ρώτησε ο φωτισμένος,
"Φυσικά και καταλαβαίνω
δάσκαλε!! το να προσπαθείς να ξεφύγεις από τα κακά είναι σαν να πηγαίνεις να τα
ψάξεις, αποφεύγοντας το θάνατο πηγαίνεις να τον βρεις".
"Έτσι είναι",
απάντησε ο φωτισμένος.
"Πρέπει να σε
ευχαριστήσω δάσκαλε", είπε ο άντρας,
"Αισθάνομαι ότι απόψε
κιόλας θα κοιμάμαι πολύ ήσυχος έχοντας στο νου μου αυτήν την ιστορία και θα
σηκώνομαι κάθε πρωί…"
"Από απόψε κι
έπειτα..." διέκοψε ο ηλικιωμένος,
"Δεν θα υπάρξουν άλλα
πρωινά".
"Δεν καταλαβαίνω"
είπε ο άντρας,
"Τότε δεν κατάλαβες την
ιστορία" είπε ο δάσκαλος.
Ο άντρας, κοίταξε, έκπληκτος
τον φωτισμένο...
... ΚΑΙ ΕΙΔΕ ΠΩΣ Η ΕΚΦΡΑΣΗ
ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ...
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΙΑ Η ΙΔΙΑ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου